- ζειά
- ζειά, ή (συν. στον πληθ. ζειαί) (Α)1. μονόκοκκο σιτάρι, χρήσιμο για την τροφή τών αλόγων («πάρ δ' ἔβαλον ζειάς», Ομ. Οδ.)2. είδος δίκοκκου σιταριού.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στον ενικό αριθ. εμφανίζεται στους ελληνιστικούς και μεταγενέστερους χρόνους, ενώ παλαιότερα εχρησιμοποιείτο στον πληθ. ζειαί. Συνδέεται με αρχ. ινδ. yava, αβεστ. yava- «σιτηρά, κριθάρι», λιθ. javas javaĩ «σιτηρά». Ο τ. ζειαί ή < *ζε(F)-ιά (παράγωγο με επίθ. -ια) ή < ζεαί, με μετρική έκταση (υπόθεση που δεν φαίνεται πολύ πιθανή). Ο τ. ως α΄ συνθ. εμφανίζεται με τη μορφή ζει- (πιθ. < ζε(F)ε, με συναίρεση) και ως β' συνθετ. με τη μορφή -ζοος < ζο(F)ος (πρβλ. ζεί-δωρος και φυσί-ζοος, τα οποία ερμηνεύθηκαν παρετυμολογικώς ως σύνθ. τού ζω / ζωή)].
Dictionary of Greek. 2013.